- λογοκλοπώ
- [λογοκλόπος]διαπράττω λογοκλοπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεψιλογώ — κλεψιλογῶ, έω (Α) [κλεψίλογος] χρησιμοποιώ ή ιδιοποιούμαι λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλοπώ … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek